βουδιά

βουδιά
η см. βουνιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βουδιά" в других словарях:

  • Βούδια — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 2 κάτ.) της Μήλου. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»